- διαναπαύσῃ
- διαναπαύσηι , διανάπαυσιςresting at intervalsfem dat sg (epic)διαναπαύομαιaor subj mid 2nd sgδιαναπαύομαιaor subj act 3rd sgδιαναπαύομαιfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διανάπαυση — η (AM διανάπαυσις, εως) [διαναπαύω] διάλειμμα για ξεκούραση … Dictionary of Greek